• ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ

Στις 13 Μαρτίου 1957 εκτελέστηκε από τους Βρετανούς αποικιοκράτες ο αγωνιστής της ελευθερίας της Κύπρου και της Ένωσης με την Ελλάδα Ευαγόρας Παλληκαρίδης, σε ηλικία μόλις 19 ετών. Αφιέρωμα στη μνήμη του από τη Σοφία Παπανικολάου και τον Γιάννη Πεγειώτη.

“Γνωρίζω ότι θα με κρεμάσετε…”

της Σοφίας Παπανικολάου  

Εννέα δευτερόλεπτα μέχρι τον θάνατο. Τόσος χρόνος χρειάστηκε μέχρι να ξεψυχήσει στην αγχόνη ο ηρωικός Ευαγόρας Παλληκαρίδης. Το κυνικό ντοκουμέντο του άγγλου δημίου…

 Ο 18χρονος ήρωας από την Τσάδα γεννήθηκε στις 27 Φεβρουαρίου 1938 στην Κύπρο. Ο γενναίος αυτός πατριώτης, σύμφωνα με τις σημειώσεις που κρατούσε ο διαβόητος δήμιος της βρετανικής αποικιοκρατίας, Harry Allen, κατά τη διάρκεια των απαγχονισμών των ηρώων της ΕΟΚΑ, ξεψύχησε ηρωικά 9 δευτερόλεπτα μετά από τη στιγμή που άνοιξε η ξύλινη καταπακτή της αγχόνης. Ο Άλλεν είχε κρατήσει «ενθύμιο» της αιματοβαμμένης θητείας του στις φυλακές Λευκωσίας.

Ο δήμιος συνέδεσε το όνομά του με τους απαγχονισμούς εννέα πατριωτών που οδηγήθηκαν στον θάνατο για τη συμμετοχή τους στην ΕΟΚΑ, η οποία τη δεκαετία του ΄50 ανέλαβε ένοπλη δράση για την αποτίναξη της βρετανικής κατοχής στο νησί και την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Ο Παλληκαρίδης ήταν ο νεότερος από τους εκτελεσθέντες και η θυσία του συγκίνησε το πανελλήνιο.

Πιάστηκε να μεταφέρει οπλοπολυβόλο μπρεν και τρεις γεμιστήρες στη Λευκωσία. Στη δίκη του τον ρώτησε ο δικαστής: «Έχεις να είπης τι, διατί να μην σου επιβληθεί ποινή;». Παραδέχτηκε την ενοχή του και είπε: «Γνωρίζω ότι θα με κρεμάσετε. Ό,τι έκαμα, το έκαμα ως Έλλην Κύπριος, όστις ζητεί την Ελευθερίαν του. Τίποτα άλλο.»

Στο τελευταίο γράμμα του έγραψε: «Θ’ ακολουθήσω με θάρρος τη μοίρα μου. Ίσως αυτό να’ ναι το τελευταίο μου γράμμα. Μα πάλι δεν πειράζει. Δεν λυπάμαι για τίποτα. Ας χάσω το κάθε τι. Μια φορά κανείς πεθαίνει. Θα βαδίσω χαρούμενος στην τελευταία μου κατοικία. Τι σήμερα, τι αύριο; Όλοι πεθαίνουν μια μέρα. Είναι καλό πράγμα να πεθαίνει κανείς για την Ελλάδα. Ώρα 7:30. Η πιο όμορφη μέρα της ζωής μου. Η πιο όμορφη ώρα. Μη ρωτάτε γιατί»…

Η μαρτυρία του ιερέα των φυλακών…

Όσα διαδραματίστηκαν εκείνο το βράδυ, τα περιγράφει ο ίδιος ο Παπάντωνης μέσα στο βιβλίο του, «Πώς έζησα το δράμα των Απαγχονισθέντων»:

Τό απόγευμα τής 13ης Μαρτίου ό διοργανωτής των εκτελέσεων κ. Λκκερ μέ ενημέρωσε περί τής εκτελέσεως τού Παλληκαρίδη και ότι έπρεπε ώς συνήθως νά παραμείνω στάς Φύλακας.

Εζήτησα νά μείνω στο σπίτι μου και νά μεταφερθώ εις τάς Φύλακας ολίγον προ τής εκτελέσεως και εδέχθησαν μέ τήν ύπόσχεσιν διότι πράγματι θά εύρισκόμην στο σπίτι, γιατί όπως αντελήφθην ενόμιζαν πώς θά τούς γελούσα.

Εκανονίσαμεν ή ώρα 10 μ.μ. νά ρθούν νά μέ πάρουν, όπως και έγινε. Μόλις έφθασα στάς Φύλακας, ώδηγήθην πλησίον τού Παλληκαρίδη διά νά τού μεταδώσω τήν Θείαν Κοινωνίαν. Τον βρήκα απολύτως ήρεμον χωρίς την παραμικράν έκδήλωσιν ταραχής ή λιποψυχίας.

Τά λόγια του εις τήν συνομιλίαν μας ήσαν κοφτά και μετρημένα. Έκάθητο εις τό κρεββάτι του, πού έψαυε σχεδόν τό δάπεδον του κελλιού, και έγώ λίγον υψηλότερα σ’ ένα σκαμνί.

Τον είχαν στο κελλί τού Ανδρέα Δημητρίου, και στο άλλο τού Καραολή είχαν τον Μαϊμάρη, πού τον κατεδίκασαν γιά φόνο. Δύο είναι τά κελλιά τών μελλοθανάτων πλησίον τής αγχόνης, και γι’ αυτό τούς δύο πρώτους τούς είχαν σ’ αυτά τά κελλιά πού είναι πολύ πληκτικά, όπως και τώρα τούς δύο αυτούς, μέ τήν διαφοράν ότι τώρα μόνον ό ένας μέ ενδιέφερε εθνικά….

Όταν συνελήφθη μέσα στο δάσος μέ ένα όπλο, πού δέν μπορούσε νά χρησιμοποιηθή, ήτο νύχτα, και οί σύντροφοί του έτρεξαν και έφυγαν, και δέν συνελήφθησαν. Αυτός όμως δέν έτρεξε να φύγη. Και περίεργος γι’ αυτό τού υποβάλλω τήν έρώτησιν….

– Γιατί δέν έτρεξες νά φύγης και σύ όπως έκαμαν οί άλλοι;…

Έσήκωσε τό πρόσωπόν του και μέ είδε στά μάτια, γιατί ήτο σκυφτός, και μέ έλαφρόν μειδίαμα μού λέγει.

-Τούς επήρα γιά δειλούς, όταν τους είδα νά τρέχουν.

Επικρατεί σιωπή. Και πάλιν ερωτώ.

-Έχεις τίποτε νά μού πής, παιδί μου ;

– Μετανοιώνω γιά κείνο πού έκαμα και άν ζούσα δέν θά το ξανάκαμνα.

Δέν εννοούσε τό ότι έλαβε μέρος στον αγώνα αλλά άλλο πράγμα, τής ψυχής….

Τού υπέδειξα, άν ήθελε νά αφήσει τον Σταυρόν του νά τον έχωμεν ώς ένθύμιον, άλλά μου λέγει: Όχι πάτερ, θέλω νά τον πάρω μαζί μου.

Λυπήθηκα, πού δέν σκέφθηκα νά πάρω άλλον μαζί μου και να τον κρατούσα ώς ιερόν κειμήλιον όπως έκαμα στους τρεις προηγουμένους. Μετά τήν εκτέλεση τον έφερε στο λαιμό του.

Τού συνέστησα νά έχη θάρρος μέχρι τέλους και νά μήν άφήση τήν εντύπωση στους άγγλους δημίους ότι έδειλίασε.

– Έχω θάρρος, μού λέγει, και δέν θά δειλιάσω, εύχομαι δέ να είμαι ό τελευταίος.

Τά τελευταία του λόγια ήσαν:

Τούς χαιρετισμούς μου εις όλους, και εύχομαι σύντομα τήν έλευθερίαν τής Κύπρου.

Τού μετέδωσα τέλος τήν Θείαν Κοινωνίαν. Και αφού τον εφίλησα, τον απεχαιρέτισα μέ τάς λέξεις, θάρρος, και νά μήν χάνης τάς ελπίδας σου.

Κάποια έλπίς διασώσεώς του υπήρχε μέχρι τής τελευταίας στιγμής, ήτοι τής ενδέκατης και μισής, πού έξετελέσθη.

Ο Μαϊμάρης όταν μέ είδε νά φεύγω άπό τό διπλανό κελλί, έφώναζε και έκλαιε και έτάρασσε τήν γαλήνη και τήν σιγήν τής νύχτας γύρω από τήν αγχόνην.

Σημ. Η αρχική φωτογραφία που δημοσιεύουμε ανέβηκε στο διαδίκτυο με τη λεζάντα «Ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης στις τελευταίες του στιγμές»…

Προέρχεται όμως από ντοκιμαντέρ αφιερωμένο στη ζωή και τη θυσία των αγωνιστών της ΕΟΚΑ.

Μπορεί να μην είναι αυθεντική, αλλά αναπαριστά με ακρίβεια τις τελευταίες ώρες του μελλοθάνατου που εξομολογείται στον ιερέα Παπάντωνη Ερωτοκρίτου, λίγο πριν από τον απαγχονισμό….

ΠΗΓΗ: mixanitouxronou.gr

Ο Γολγοθάς του Ευαγόρα Παλληκαρίδη: Τα βασανιστήρια, οι τελευταίες του ώρες, ο απαγχονισμός

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ- ΕΡΕΥΝΑ: ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΕΓΕΙΩΤΗΣ

Ας ιχνογραφήσομε τον Γολγοθά του Ευαγόρα από το βράδυ της συλλήψεώς του μέχρι την προσαγωγή του στο δικαστήριο. Μια απίστευτης σκληρότητας διαδικασία «ανακρίσεων» που είχε μεγάλη διάρκεια και πολυάριθμους σταθμούς.

Έσερναν κυριολεκτικά ένα δεκαοκτάχρονο παιδί, ανδρείο και πρόωρα ώριμο από στρατόπεδο σε στρατόπεδο και από θάλαμο βασανισμού σε λοιπά παραπήγματα κολαστήρια.

Μέχρι να φτάσει στην Ομορφίτα και στους επαγγελματίες βασανιστές είχε υποστεί τα πάνδεινα χωρίς να λυγίσει.

Στην Ομορφίτα τον μεγάλο αστυνομικό σταθμό, το κεντρικό κέντρο βασανιστηρίων και ανακρίσεων που λειτούργησε με ειδικά καταρτισμένους ανακριτές και βασανιστές. Εκεί έφτασε ο Ευαγόρας με τσακισμένα τα μάτια και κακοποιημένη τη σπονδυλική στήλη, όπου έδωσε μαθήματα ήθους και αντοχής.

Αφού βασανίστηκε με ακρότητα με τους ηλεκτρικούς δυνατούς λαμπτήρες προσώπου, στην απάνθρωπη ακολουθία των πέντε τεχνικών βασανισμού τους οποίους έφεραν οι ανακριτές από την Κένυα για να την «εξελίξουν» στα σώματα των παιδιών και των νέων μας, ο Ευαγόρας άντεξε και τη γεμάτη σωματικούς πόνους μοναξιά κατά τον εγκλεισμό στο δωμάτιο «ανάρρωσης», σκοτεινή επούλωση πληγών για περίπου επτά μερόνυχτα.

Αυτή ήταν η τακτική των πεπολιτισμένων…

Ένας μήνας απάνθρωπων βασανισμών μπορεί και περισσότερο. Ίσως, σχεδόν, δυο μήνες. Δεν ερευνήθηκε σε βάθος για να προβληθεί το μεγαλείο του ποιητή, του δισκοβόλου, του επαναστάτη, του συνειδητά ανυπότακτου στην αποικιοκρατία, του αντάρτη δασών. Του Έλληνα νησιώτη ακόλουθου του Διονυσίου Σολωμού. Του Ορθόδοξου Χριστιανού που ‘χε στο σακάκι του μια εικόνα του Χριστού και μια μικρή Καινή Διαθήκη.

Μετά από όλους τους βασανισμούς είχε το κουράγιο να σταθεί στο δικαστήριο των Βρετανών και να εξηγηθεί ωσάν Μακρυγιάννης, ωσάν Διονύσης Καρδιανός.

Ως Έλληνας Κύπριος που ηγάπα και ποθούσε την Ελευθερίαν έπραξε ως αντάρτης.

Δεν τους άφησε να δώσουν τας δικαστικάς τους παραστάσεις. Μετά από όλη αυτή τη σταύρωση είχε το κουράγιο να τραγουδά και να ψέλνει τις τελευταίες οκτώ ώρες του βίου του μέχρι να τον κοινωνήσει ο παπα-Αντώνης, να πει τους τελευταίους του πόνους και να κρατήσει τον σταυρό του στο στήθος του.

Ο Ευαγόρας ο εσταυρωμένος
ο της αγάπης και του αγνού έρωτος
ρωμαλέος έφηβος
περπάτησε μετά την εντεκάτην νυχτερινή
στο ικρίωμα χωρίς να δειλιάσει μπρος στους
δήμιους
με τον Διονύσιο Σολωμό σύντροφο τραγουδώντας
με την ευχή να είναι ο τελευταίος της αγχόνης.
Ευαγόρα…
Μεσάνυχτα και λιγοστοί μείναμε
Να δανειστούμε λίγη απ’ την καρδιά σου,
το πύρωμα εννοώ,
το Φως σου,
για τους δύσκολους χειμώνες.

Α ρε αδέρφι μας λεβέντικο.
Επλούμισές μας
ΑΓΑΠΗΝ, ΕΡΩΤΑΝ, ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΝ…

Υστερόγραφο θείου φωτός: Οι τελευταίες ώρες του Ευαγόρα διά χειρός Τεύκρου Λοΐζου

Κατά τα τελευταία έτη προνοία Κυρίου ο αγωνιστής Τεύκρος Λοΐζου που όντας κατάδικος στις Κεντρικές Φύλακες κοντά στο κελλί του μελλοθάνατου Ευαγόρα Παλληκαρίδη, κατέγραψε τις τελευταίες ώρες του ήρωα, όπως τις άκουσε και τις έζησε εκείνη την λαμπρή μέρα της θυσίας.

«Η οπτική μου επαφή περιοριζόταν μόνο στο παράθυρο του δωματίου της αγχόνης και καθόλου στο εσωτερικό. Άκουγα όμως τα πάντα καθαρότατα, μιας και απείχε μόνο μερικά μέτρα.

Γύρω στις τρεις το απόγευμα της ίδιας ημέρας, ενώ ήμουν κρεμασμένος απ’ τα σίδερα του παραθύρου κατοπτεύοντας εναγωνίως, άκουσα ένα δυνατό υπόκωφο γδούπο.

Τουκ! Πάγωσα! Σε μερικά λεπτά επαναλήφθηκε ο ίδιος γδούπος άλλες δυο φορές. Τουκ!
Τουκ! Ο θόρυβος από την πόρτα της καταπακτής ήταν καθαρός.

Έβαλα μια φωνή: ‘Δοκιμάζουν την αγχόνη’.

Ακολούθησαν ψίθυροι κι απόλυτη σιωπή. Αμέσως μετά τον τρίτο γδούπο ακούστηκε απόκοσμη, αγγελική λες, η φωνή του Παλληκαρίδη να ψάλλει: ‘Τον Νυμφώνα Σου βλέπω, Σωτήρ μου, κεκοσμημένον και ένδυμα ουκ έχω ίνα εισέλθω εν αυτώ. Λάμπρυνόν μου την στολήν της ψυχής, φωτοδότα και σώσον με…’. Ακολούθησε το ‘Τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια…’, μετά, το ‘Μαύρ’ είν’ η νύκτα στα βουνά…’.

Τους θρησκευτικούς ύμνους διαδέχονταν πατριωτικά τραγούδια. Δε σταματούσε ούτε στιγμή. Για οχτώ ολόκληρες ώρες έψελνε και τραγουδούσε. Σταμάτησε γύρω στις έντεκα και μισή το βράδυ. Ακούστηκαν βαριά βήματα, αγγλικές ομιλίες, σύρτες στις πόρτες, ενώ φώτα άναβαν κι έσβηναν.

Έβαλα ξανά τη φωνή: ‘Παίρνουν τον στην κρεμάλα’!

Επικράτησε μια απέραντη βουβαμάρα. Άκρα σιωπή στης φυλακής τους τοίχους. Αγγελική ακούστηκε ξανά η φωνή του να ψάλλει τον εθνικό μας ύμνο. ‘Σε γνωρίζω από την κόψην του σπαθιού την τρομερήν… και σαν πρώτα αντρειω…’.

Κόπηκε η λέξη στη μέση από τον ήχο της καταπακτής κι έμεινε να αιωρείται, όπως ακριβώς και το αιωρούμενο σώμα του Ευαγόρα Παλληκαρίδη…

‘Ετέλειωσεν’, ακούστηκε η φωνή μου δυνατή όσο ποτές άλλοτε.

Δεν ήταν φωνή, ήταν κραυγή, ήταν ουρλιαχτό.

Αυτό που ακολούθησε ήταν πράγματι εξέγερση. Φωνές, σπασίματα, φωτιές, κραυγές.

Θέλω να σταματήσω εδώ. Είπα πολύ περισσότερα απ’ όσα σκόπευα να πω».

Αυτή η μαρτυρία φωτίζει πιότερο το μεγαλείο του Παλληκαρίδη και το πώς βίωσε τη θεία Χάρη αφού κοινώνησε λίγες ώρες προ του απαγχονισμού.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *
You may use these HTML tags and attributes: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>