Ο συνδρομητής μας Φώτης Σχοινάς μας έστειλε την ακόλουθη απάντηση  του σε άρθρο του κ. Χαράλαμπου Βέντη με τίλο “Ἐκκλησία, ὁμοφυλοφιλία καί γάμος ὁμοφύλων” στο περιοδικό “The books᾿ jourmal” τεῦχος 163, Ἀπρίλιος 2025:

Καί ὅμως ΔΕΝ ἀγαπᾶτε τούς ὁμοφυλοφίλους, κ. Βέντη

Κύριε Χ. Βέντη διάβασα τό ἐκτενές ἄρθρο σας “Ἐκκλησία, ὁμοφυλοφιλία καί γάμος ὁμοφύλων” στό The books᾿ jourmal τεῦχος 163, Ἀπρίλιος 2025, καί διεπίστωσα τήν προσπάθειά σας νά ἀμνηστεύσετε ἀπό κάθε ἔννοια ἁμαρτίας καί ἠθικοῦ μώμου τήν ὁμοφυλοφιλία. Καί κάτι ἀκόμη∙ προσπαθεῖτε νά ‘’διευκολύνετε’’ τούς συμπαθεῖς – σέ σᾶς καί σέ μᾶς − ὁμοφυλοφίλους στήν ἀπόλαυση τοῦ πάθους των. Εἶναι σάν νά τούς λέτε: − Φίλε ὁμοφυλόφιλε, δέν πρέπει νά ὑποφέρεις ἀπό τό πάθος σου. Ὅ,τι πράττεις τό πράττεις κατ᾿ ἀνάγκην∙ ἐσύ οὐδεμία εὐθύνη φέρεις καί δέν χρειάζεται νά μετανοεῖς καί νά θέλεις νά ἀπαλλαγεῖς ἀπό τό πάθος σου. Ὅμως πρέπει νά ξέρετε ὅτι κάθε πάθος εἶναι ἕνας «ἀλλόκοτος καί δύσερως ἔρως» (ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς). Κάθε ἀμετανόητη ἁμαρτία εἶναι κόλαση γιά τόν πράττοντα αὐτήν.Καί ἀμετανόητη ἁμαρτία εἶναι ἡ ἀδιόρθωτη ἁμαρτία κατά τόν ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη. Ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς γράφει περί αὐτῆς: «Ἡ ἀμετανόητη ἁμαρτία, ἀκόμη καί ἐδῶ στή γῆ, γίνεται γιά τόν ἄνθρωπο ἀνυπόφορο βάσανο, κόλαση μέ ὅλες τίς συνέπειές της. Ἡ ὀργή−μία κόλαση, ἡ ὑπερηφάνεια−ἄλλη, ὁ φθόνος−τρίτη κόλαση, ἡ φιλαργυρία, ἡ φιληδονία, ἡ κακία−κόλαση, κόλαση, κόλαση». (Ἰουστίνου Πόποβιτς, Ὁδός θεογνωσίας, ἐκδ. Γρηγόρη, Ἀθήνα 1992, σελ. 250). Κάθε ψεκτό πάθος, κάθε ἁμαρτία ἐμπεριέχει τό ἡδονικό στοιχεῖο, ἀλλά αὐτό μετατρέπεται σέ ἀθεράπευτη ὀδύνη. Θεραπεία; Ἡ μετάνοια, ἡ ἀπαλλαγή ἀπό τό ψεκτό πάθος. Καί ἡ μακραίων πεῖρα τῆς Ἐκκλησίας διδάσκει ὅτι «δέν ὑπάρχει καί δέν δύναται νά ὑπάρξει πνευματική καί ἠθική νόσος ἀπό τήν ὁποία δέν μπορεῖ νά θεραπεύσει ὁ Χριστός» (ἅγιος Σωφρόνιος τοῦ Ἔσσεξ). Ἠχηρό παράδειγμα ὁ σχεδιαστής μόδας Βασίλης Κουρκουμέλης (Μπίλι Μπό) πού ἀπό διαβόητος ὁμοφυλόφιλος κατόπιν συγκλονιστικῆς καί ἐκ βαθέων μετανοίας εἶχε ὁσιακό τέλος.
Καλά ὅλα αὐτά, ἀλλά ἔλα πού τό πάθος ἐπιμένει καί εἶναι δύσκολο νά ξεριζωθεῖ, εὐλόγως θά ἀντίπειτε! Στήν περίπτωση πού ἁμαρτάνουμε ἀμετανοήτως, ἤγουν ἀδιορθώτως, ἄς ἀκούσουμε τήν παρήγορη διδασκαλία τοῦ ὁσίου Πέτρου τοῦ Δαμασκηνοῦ στή Φιλοκαλία: «Πλήν οὐ δεῖ ἀπογινώσκειν ἡμᾶς, μή ὄντας ὡς δεῖ εἶναι. Κακόν μέν ὅτι ἥμαρτες ἄνθρωπε. Τί δέ τόν Θεόν ἀδικεῖς καί ἔχεις αὐτόν ἐξ ἀγνωσίας ἀδύνατον; Μή γάρ τό σῶσαι σου τήν ψυχήν ἀδυνατεῖ ὁ τοσοῦτον κόσμον, ὅν ὁρᾶς, διά σέ πεποιηκώς; Εἰ δέ λέγεις, ὅτι μᾶλλον καί τοῦτο κατάκρισίς μου ἐστίν, ὥσπερ καί ἡ τούτου συγκατάβασις, μετανόησον, καί δέχεταί σου τήν μετάνοιαν, ὡς τοῦ ἀσώτου καί τῆς πόρνης. Εἰ δέ οὐδέ τοῦτο δύνασαι, ἀλλ᾿ ἐκ συνηθείας πταίεις εἰς ἅπερ μή βούλησαι, ἔχε ταπείνωσιν ὡς ὁ τελώνης καί ἀρκεῖ σοι εἰς σωτηρίαν. Ὁ γάρ ἀμετανοήτως ἁμαρτάνων καί μή ἀπογινώσκων, ἐξ ἀνάγκης ὑπό κάτω πάσης κτίσεως ἑαυτόν ἔχει καί οὐ τολμᾶ κατακρίναι ἤ μέμψασθαι τινά ἄνθρωπον. Ἀλλά μᾶλλον θαυμάζει τήν τοῦ Θεοῦ φιλανθρωπίαν, καί εὐγνώμων πρός τόν εὐεργέτην εὑρίσκεται, καί ἄλλα πολλά καλά ἔχειν δύναται. Καί εἰ τῷ διαβόλῳ εἰς τό ἁμαρτάνειν ὑπόκειται, ἀλλ᾿ οὖν πάλιν διά τόν φόβον τοῦ Θεοῦ παρακούει τόν ἐχθρόν, εἰς τό ἀπογινώσκειν ὠθοῦντα αὐτόν, καί ἐκ τούτου μέρος Θεοῦ ἐστίν». (Πέτρου Δαμασκηνοῦ, Περί τοῦ μή ἀπογινώσκειν εἰ καί πολλά πταίει τις, Φιλοκαλία, τόμος Γ´, ἐκδοτικός οἶκος «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 1960, σελ. 73). Καί ἡ μετάφραση τοῦ Σπύρου Μουστάκα τοῦ ἀνωτέρω χωρίου τοῦ ὁσίου Πέτρου τοῦ Δαμασκηνοῦ: «Ὅμως δέν πρέπει νά ἀπελπιζόμαστε ὅταν δέν εἴμαστε τέτοιοι πού πρέπει νά εἴμαστε. Εἶναι βέβαια κακό, ἄνθρωπε, ὅτι ἁμάρτησες. Γιατί ὅμως ἀδικεῖς τόν Θεό καί τόν θεωρεῖς ἀπό ἄγνοια ἀδύνατο; Μήπως δηλαδή ἀδυνατεῖ νά σώσει τήν ψυχή σου αὐτός πού γιά σένα ἔκαμε τόν τόσο μεγάλο κόσμο πού βλέπεις; Ἄν ὅμως λέγεις, μᾶλλον καί αὐτό εἶναι καταδίκη μου, ὅπως καί ἡ συγκατάβασή του, μετανόησε καί θά δεχθεῖ τή μετάνοιά σου, ὅπως τοῦ ἀσώτου καί τῆς πόρνης. Καί ἄν οὔτε αὐτό μπορεῖς, ἀλλά ἀπό συνήθεια ἁμαρτάνεις σ᾿ αὐτά πού δέν θέλεις, νά ἔχεις ταπείνωση ὅπως ὁ τελώνης, καί σοῦ εἶναι ἀρκετό γιά σωτηρία. Γιατί, ὅποιος ἁμαρτάνει χωρίς μετάνοια καί δέν ἀπελπίζεται, ἀναγκαστικά θέτει τόν ἑαυτό του κάτω ἀπ᾿ ὅλη τή κτίση καί δέν τολμᾶ νά κατακρίνει ἤ νά κατηγορήσει κανένα ἄνθρωπο. Ἀλλά μᾶλλον θαυμάζει τή φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ καί εἶναι εὐγνώμων πρός τόν εὐεργέτη καί μπορεῖ νά ἔχει πολλά ἄλλα καλά. Καί ἄν καί εἶναι ὑποτεταγμένος στό διάβολο γιά νά ἁμαρτάνει, ἐν τούτοις πάλι ἀπό τό φόβο τοῦ Θεοῦ παρακούει τόν ἐχθρό πού τόν ὠθεῖ στήν ἀπόγνωση, καί ἐξ αἰτίας αὐτοῦ ἀνήκει στό μέρος τοῦ Θεοῦ».(Πέτρου Δαμασκηνοῦ, Φιλοκαλία, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1996, σελ. 156).Σύμφωνα μέ τήν ἀνωτέρω διδαχή τοῦ ὁσίου Πέτρου τοῦ Δαμασκηνοῦ ἐάν ἁμαρτάνουμε ἀμετανοήτως δέν πρέπει οὔτε νά ἀπελπιζόμεθα οὔτε νά δικαιολογοῦμε τήν πτώση μας. Τό φοβερό δέν εἶναι νά ἁμαρτάνουμε∙ τό φοβερό εἶναι νά ἰδεολογικοποιοῦμε καί νά θεολογικοποιοῦμε τήν πτώση μας κατά τόν μακαριστό π. Ἐπιφάνιο Θεοδωρόπουλο.
Βέβαια ἴσως ἀντιλέξει κάποιος ὅτι καί οἱ ὁμοφυλόφιλοι ἔχουν ἀγάπη μεταξύ τους, πιθανόν δέ καί πρός τόν Θεό. Μάλιστα, ὅπως ἰσχυρίζεται κάποιος διακεκριμένος κληρικός, ἀκαδημαϊκός θεολόγος καί ψυχίατρος, ἐνίοτε (ὄχι πάντα, ἀλλ᾿ ἐνίοτε−κατ᾿ αὐτόν) οἱ ὁμοφυλόφιλοι ἔχουν ποιοτικότερη ἀγάπη μεταξύ τους καί πρός τόν Θεό ἀπό τούς ἑτερόφιλους. Ἐμεῖς θά ἀντιτάξουμε τή διδασκαλία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ: «Διά τάς πέντε ταύτας αἰτίας οἱ ἄνθρωποι ἀγαπῶσιν ἀλλήλους, εἴτε ἐπαινετῶς, εἴτε ψεκτῶς. Οἷον, ἤ διά τόν Θεόν, ὡς ὁ ἐνάρετος πάντας, καί ὡς ὁ τόν ἐνάρετον κἄν μήπω ἐνάρετος∙ ἤ διά φύσιν, ὡς οἱ γονεῖς τά τέκνα, καί ἔμπαλιν∙ ἤ διά κενοδοξίαν, ὡς ὁ δοξαζόμενος τόν δοξάζοντα∙ ἤ διά φιλαργυρίαν, ὡς ὁ τόν πλούσιον διά λῆψιν∙ ἤ διά φιληδονίαν, ὡς ὁ τήν γαστέραν θεραπευόμενος καί τά ὑπό γαστέρα. Καί ἡ μέν πρώτη ἐπαινετή, ἡ δέ δευτέρα μέση, αἱ δέ λοιπαί ἐμπαθεῖς». (Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Περί ἀγάπης κεφαλαίων ἑκαντοτάς δευτέρα θ´, Φιλοκαλία, τόμος δεύτερος, ἐκδοτικός οἶκος “Ἀστήρ”, Ἀθῆναι 1958, σελ. 15). Μετάφραση (Ἐλευθερίου Μερετάκη): «Γιά τίς πέντε αὐτές αἰτίες ἀγαπῶνται οἱ ἄνθρωποι ἀναμεταξύ τους, εἴτε εἶναι αὐτές ἀξιέπαινες, εἴτε ἀξιοκατάκριτες. Ἤ δηλαδή ἀγαπῶνται ἐξ αἰτίας τοῦ Θεοῦ, ὅπως ὁ ἐνάρετος πού ἀγαπᾶ ὅλους, καί ὅπως ἐκεῖνος πού ἀγαπᾶ τόν ἐνάρετο καί ἄν ἀκόμα δέν εἶναι ἐνάρετος∙ ἤ ἐξ αἰτίας τῆς φύσεως, ὅπως οἱ γονεῖς τά τέκνα καί ἀντίστροφα∙ ἤ ἀπό ματαιοδοξία, ὅπως ἀγαπᾶ ἐκεῖνος πού τιμᾶται ἐκεῖνον πού τόν τιμᾶ∙ ἤ ἀπό φιλαργυρία, ὅπως ἐκεῖνος πού ἀγαπᾶ τόν πλούσιο μέ σκοπό νά λάβει χρήματα ἀπ᾿ αὐτόν∙ ἤ ἀπό φιληδονία, ὅπως ἐκεῖνος πού ὑπηρετεῖ δουλικά τή γαστέρα καί ὅλα τά σχετικά μέ τήν ἀκολασία. Ἡ πρώτη αἰτία εἶναι ἐπαινετή, ἡ δεύτερη βρίσκεται στή μεσαία κατάσταση, ἐνῶ οἱ ὑπόλοιπες εἶναι ἐκδηλώσεις πάθους». (Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, κεφάλαια περί ἀγάπης, ἑκαντοτάδα Β´9, μετάφραση Ἐλευθέριος Μερετάκης, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1985, σελ. 215). Ποιά μορφή ἀγάπης, ἐπαινετή, οὐδέτερη ἤ ψεκτή, εἶναι ἡ ἀγάπη πού ἔχουν οἱ ὁμοφυλόφιλοι μεταξύ τους; Τό συμπέρασμα ἐξάγεται ἀβίαστα.Οὔτε κἄν στή μεσαία κατάσταση ἀγάπης εἶναι ἡ ὁμοφυλοφιλική ἀγάπη, στή φυσική, ὥστε νά μπορεῖ νά μεταμορφωθεῖ στήν πρώτη, στήν ἐπαινετή μορφή ἀγάπης, στήν ὑπερφύσιν κατάσταση. Ἡ ἀγάπη τῶν γονέων, ἡ ἀγάπη τῶν συζύγων, ἡ ἀγάπη τῶν φίλων εἶναι φυσικές μορφές ἀγάπης καί μποροῦν νά μεταστοιχειωθοῦν σέ ὑπερφυσική κατάσταση ἀγάπης. Ἡ ὁμοφυλοφιλική ἀγάπη, ὡς παρά φύσιν κατάσταση ἀγάπης, μπορεῖ νά μεταμορφωθεῖ σέ ὑπερφυσική κατάσταση; Ὁ ἅγιος Παΐσιος, ὁ Ἁγιορείτης, ἔλεγε ὅτι τό νερό μπορεῖ νά γίνει ἁγιασμός, τά οὖρα ὄχι!
Ὁ Χριστός διέστειλε μεταξύ ἁμαρτίας καί ἁμαρτωλοῦ. Καί τήν μέν ἁμαρτία στηλίτευε, τόν δέ ἁμαρτωλό θεράπευε. Ἄς ἀκούσουμε ἐπ᾿αὐτοῦ τόν ἅγιο Ἰουστῖνο Πόποβιτς: «Ποτέ δέ θά ταυτίσεις τήν ἁμαρτία καί τόν ἁμαρτωλό καί τόν κακό μέ τόν κακοῦργο. Πάντα θά διαχωρίζεις τήν ἁμαρτία ἀπό τόν ἁμαρτωλό, θά καταδικάζεις τήν ἁμαρτία καί θά ἐλεεῖς καί θά εὐσπλαχνίζεσαι τόν ἁμαρτωλό, ὅπως ἀκριβῶς ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἔκανε γιά τήν ἁμαρτωλή μοιχαλίδα τοῦ Εὐαγγελίου (Ἰωάν. 8, 3-11). Ὁ πανοικτίρμων Κύριος κατακρίνει τήν ἁμαρτία, ἀλλά δέν κατακρίνει τήν ἁμαρτωλή. Εἶναι σά νά λέει: “Ἐγώ δέν κατακρίνω τήν θεοειδή καί κατ᾿εἰκόνα Θεοῦ ψυχή σου, δέν εἶσαι σύ τό ἴδιο μέ τήν ἁμαρτία, ἔχεις μέσα σου θεοειδεῖς δυνάμεις πού μποροῦν νά σέ ἀπελευθερώσουν ἀπό τήν ἁμαρτία, “πορεύου καί ἀπό τοῦ νῦν μηκέτι ἁμάρτανε” (Ἰωάν. 3,11)». (Ἰουστίνου Πόποβιτς, ὅ.π., σελ. 263). Ὁ Χριστός ποτέ δέν ταύτιζε τήν ἁμαρτία μέ τόν ἁμαρτωλό. Τήν μέν ἁμαρτία κατέκρινε, τόν δέ ἁμαρτωλό ἔσωζε ἀπελευθερώνοντάς τον ἀπ᾿ αὐτήν. Πάντως ἐξάπαντος καταδίκαζε τήν ἁμαρτία ὡς αἰτία τῆς νόσου τοῦ ὑποκείμενου σ᾿ αὐτήν. Καί μάλιστα τοῦ παρήγγειλε νά μήν ὑποπέσει ξανά στήν ἁμαρτία, γιά νά μήν νοσήσει χειρότερα: «Ἴδε ὑγιής γέγονας∙ μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μή χεῖρόν σοι τι γένηται» (Ἰωάν. 5,14).
Γι᾿ αὐτό, ἰσχυρίζομαι, κ. Βέντη, ὅτι δέν ἀγαπᾶτε πραγματικά τούς ὁμοφυλόφιλους. Ἐάν ὄντως τούς ἀγαπάγατε θά τούς ὠθούσατε στήν ἀπαλλαγή ἀπό τό ὀλέθριο πάθος τους, τήν πραγματική πηγή τῆς ἀφόρητης δυστυχίας τους. Ἄς ἀκούσουμε πάλι τόν ἅγιο Ἰουστῖνο Πόποβιτς: «Αὐτό εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ πρός τόν ἄνθρωπο: ἡ λύτρωση ἀπό τόν θάνατο. Λέει ἡ δεύτερη μεγάλη ἐντολή: “Ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν” (Μτ. 22, 39). Πότε ἀγαποῦμε λοιπόν πραγματι¬κά τόν ἄνθρωπο; Ὅταν τόν λυτρώνουμε ἀπό τήν ἁμαρτία του, ἀπό τήν κόλαση… αὐτή εἶναι ἡ γνήσια ἀγάπη πρός τόν ἄνθρωπο. Ἀπατᾶ ἑαυτόν ὅποιος νομίζει πώς ἀγαπᾶ τόν ἄνθρωπο ἐνῶ ἐγκρίνει τίς ἁμαρτίες του καί ἀναπαύει τά πάθη του. Τότε ἀγαπᾶ τόν θάνατό του καί ὄχι τόν ἴδιο. Μονάχα ὅταν ἀγαπᾶ κανείς τόν ἄνθρωπο διά τοῦ Χριστοῦ − μέ ὅλη τήν ψυχή καί τήν δύναμή του − τότε τόν ἀγαπᾶ ἀληθινά» (Ἰουστίνου Πόποβιτς, αgiospatrokosmas gr/επιλεγμενα-κηρυγματα-του-αββα-ιουστι).
Κ. Βέντη εἶστε ἕνας προικισμένος διανοούμενος μέ εἰλικρινές − ἀπό ὅ,τι φαίνεται− ἐνδιαφέρον γιά τούς ὁμοφυλόφιλους, ἀλλ᾿ ὄχι μέ πραγματική ἀγάπη γι᾿ αὐτούς. Αὐτό τό τελευταῖο προσπάθησα νά σᾶς δείξω μέ τό εὐτελές αὐτό πονημάτιο.

Φώτης Σχοινᾶς
Δ.φ.

 

 

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *
You may use these HTML tags and attributes: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>